Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αυτός εργάζεται

  • 1 γιά

    1. πρόθ. I με ονομ. (при обознач, пригодности, соответствия, стремления):

    δεν κάνει γιά δάσκαλος — он не годится в учителя;

    πάει γιά δήμαρχος — он метит в мэры, он хочет стать мэром;

    II με αιτιατ.
    1) (при обознач, причины или повода) из-за, по причине; за;

    γι' αυτό — или γιά τούτο — поэтому, потому; — за это;

    τον θαυμάζω γιά την εξυπνάδα του — я восхищаюсь его сообразительностью;

    γι' αυτό σου το φέρσιμο θα μετανοιώσεις ты раскаешься в своём поступке;

    γιά τό κακό πού μού 'κάμε... — за зло, которое он мне причинил...;

    2) (при обознач, лица или предмета, кот. нужно добыть) за;

    πάω γιά κρασί — идти за вином;

    τρέχω γιά γιατρό — идти за врачом;

    3) (при обознач, цели, мотива) для, ради;

    γιά τό γούστο του — для своего удовольствия;

    ετοιμάζομαι γιά εκλογές — готовиться к выборам;

    γιά ποιο σκοπό; — для какой цели?;

    είναι μικρός ακόμα γιά τέτοια δουλιά — он мал ещё для такой работы;

    3) (при распределении, предназначении) на, для;

    καμπίνα γιά δυό άτομα — кабина для двух человек;

    τρόφιμα γιά πέντε μέρες — продукты на пять дней;

    δρόμος γιά αυτοκίνητα — автострада;

    αυτό το σπίτι είναι γιά γκρέμισμα — этот дом подлежит сносу;

    4) (при обознач, направления):

    φεύγω γιά τη Μόσχα — я уезжаю в Москву;

    γιά πού; — куда?;

    γιά πού το 'βαλες — или γιά πού τώβαλες; — куда ты идёшь?, куда направляешься?;

    γιά πουθενά δεν είμαι φέτος — я никуда не собираюсь в этом году;

    5) (при обознач, времени):

    φεύγω γιά τρείς μέρες — я уезжаю на три дня;

    θα λείψω γιά μιά βδομάδα — меня не будет неделю;

    εφυγε γιά πάντα — он уехал навсегда;

    σε θέλω γιά λίγα λεπτά — ты мне нужен на несколько минут;

    γιά σήμερα (αύριο) — на сегодня (на завтра);

    ράβω κοστούμι γιά το γάμο — шью костюм к свадьбе;

    θα μείνει στο σπίτι μας κρασί και γιά τού χρόνου — вина в нашем доме хватит и на будущий год;

    6) (при обознач, цены):

    πουλώ γιά εκατό δραχμές — продавить за сто драхм;

    τα πούλησε όλα γιά ένα κομμάτι ψωμί — он продал всё за гроши;

    7) (при обознач, замены):

    θα πάω εγώ γιά σένα — я пойду вместо тебя;

    πήρα τον Κώστα γιά σένα — я принял Костаса за тебя;

    τον πήρα γιά γιατρό — я его принял за доктора;

    γιά ποιόν με περνδς; — за кого ты меня принимаешь?;

    8) (при обознач, вознаграждения) за;

    εργάζομαι γιά χίλια δραχμές το μήνα — я работаю за тысячу драхм в месяц;

    9) (при обознач, объекта действия) о, об;

    γιά μένα μην ανησυχείτε — обо мне не беспокойтесь;

    φροντίζει γιά το ατομικό του συμφέρο — он заботится о своих личных интересах;

    γιά ποιόν τα λες;

    — — γιά σένα — для кого ты это говоришь? — Для тебя;

    γιά τό καλό σου — для твоей же пользы;

    τί ξέρεις γιά την υπόθεση; — что ты знаешь об этом деле?;

    πρόκειται ( — или λόγος γίνεται) γιά... — речь идёт о...;

    10):

    όσο γιά — в отношении, что касается, что до...;

    όσο γιά λεφτά μη σε μέλει ο — деньгах не беспокойся;

    όσο γιά το παρακάτω μη σε μέλει — дальнейшее пусть тебя не беспокоит;

    όσο γιά φέτος καλά πάνε οι δουλειές — в этом году дела идут хорошо;

    11) (в знач очень, сильно):

    τον χτύπησαν γιά καλά — его здорово побили;

    γιά θάνατο — смертельно, до смерти, насмерть;

    τον τραυμάτισαν γιά θάνατο — его смертельно ранили;

    12):

    αυτός εργάζεται γιά δέκα — он работает за десятерых;

    § γιά δνομα τού θεού ( — или γιά τό θεό) — ради бога;

    γιά τό ονόρε — ради славы;

    γιά ποιο λόγο; — почему?;

    γιά τα μάτια — для виду;

    γιά ψύλλου πήδημα — из-за пустяка;

    δουλεύει γιά την ψυχή τού πατέρα του — он работает за здорово живёшь;

    μιά γιά πάντα — раз и навсегда;

    είναι γιά φτύσιμο — он последняя дрянь, он не стоит и плевка;

    δεν τον λογαριάζουν γιά τίποτε — его ни во что не ставят;

    είναι αναγκαίο γιά μένα (σένα, μας) — мне (тебе, нам) необходимо...;

    2. σύνδ. (с частицей να и υποτ.)
    1) (цели):

    δεν ήρθα γιά να κάτσω — я не для того пришёл, чтобы долго у вас сидеть;

    πάει γιά βουλευτής — или πάει γιά να γίνει βουλευτής — он собирается стать депутатом;

    2) (следствия):

    δεν είναι μακριά γιά να αργήσει να 'ρθει — он живёт (находится) не так далеко, чтобы опоздать;

    3) (причины):

    γιά να μην καλέσουνε στην ώρα το γιατρό χάσανε το παιδί τους — из-за того, что не вызвали вовремя врача, потеряли ребёнка;

    γιά να περπατάει ξυπόλυτος, αρρώστησε — из-за того, что бегал босиком, заболел;

    γιά εσύ γιά εγώ — или ты, или я;

    γιά σήμερα γιά αύριο — или сегодня, или завтра;

    1) (при побуждении, иногда с частицей να):

    γιά δες ποιός ήρθε — пойди же посмотри, кто пришёл;

    γιά να δούμε ποιός θα βγεί αληθινός — давай-ка посмотрим, кто окажется прав;

    2) обл (при утверждении):
    θα πας η όχι;

    — — θα πάω γιά — пойдёшь или нет? — Обязательно пойду;

    ξέρεις γράμματα;

    — — ναί γιά — ты умеешь читать и писать? — А как же, конечно;

    3) (при запрещении или угрозе):

    γιά ξαναπές βρωμόλογα — попробуй-ка ещё сквернословить;

    γιά ξαναπάτησε στο σπίτι — не смей больше приходить к нам;

    γιά πρόσεχε τί λες! — выражайся осторожнее!;

    γιά μάζεψε τα λόγια σου! — попридержи язык!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γιά

См. также в других словарях:

  • εθνάρχης — ο 1. ο αρχηγός του έθνους. 2. τίτλος που απονέμεται από αλύτρωτους στο θρησκευτικό τους αρχηγό, επειδή αυτός εργάζεται για την ελευθερία τους: Ο εθνάρχης Κύπρου Μακάριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεργός — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • άεργος — Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο. ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»